- ρυτοφόρος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που κρατά στο χέρι του ρυτόν, το ποτήρι που έμοιαζε με κέρας ή το ποτήρι που είχε σχήμα ζώου ή και προσώπου2. (το αρσ. ώς ουσ.) ο ρυτοφόροςονομασία τοιχογραφίας που ανακαλύφθηκε στο ανάκτορο τής Κνωσσού και η οποία παριστάνει νεαρό άνδρα ο οποίος κρατάει ρυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυτό «είδος ποτηριού» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.